Η ανθρώπινη επιβίωση βασίζεται στις υγιείς σχέσεις. Η πολύπλοκη, αδιάκοπη διαδικασία των ανθρώπων που έρχονται σε αρμονική επαφή και αλληλεπίδραση με άλλους ανθρώπους είναι ο υψηλότερος και πιο απαιτητικός τύπος ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ο Ντέιβιντ Βίσκοτ μας λέει:
Οι σχέσεις σπάνια πεθαίνουν επειδή ξαφνικά δεν τους έμεινε
άλλη ζωή. Οι σχέσεις ξεθωριάζουν αργά, γιατί οι άνθρωποι
δεν καταλαβαίνουν πόση και ποια φροντίδα χρειάζονται, πόσος
χρόνος, δουλειά, αγάπη και στοργή είναι απαραίτητα για τη
συντήρησή τους. Οι σχέσεις φθείρονται γιατί οι άνθρωποι είναι
τεμπέληδες και αποφεύγουν την προσπάθεια. Μια σχέση είναι
ένα ζωντανό πράγμα. Χρειάζεται και επωφελείται από την ίδια
πλουσιοπάροχη προσοχή στις λεπτομέρειες που επιδεικνύει ένας
καλλιτέχνης για το έργο του.
Για να καταλάβουμε σε βάθος τη σχέση, πρέπει να γίνουμε επιστήμονες και καλλιτέχνες. Σαν επιστήμονες πρέπει ν’ απομονώσουμε τα στοιχεία και τις ιδιότητες μιας σχέσης στα ξεχωριστά μέρη της (όπως προσπαθήσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια). Έπειτα, πρέπει ν’ αναλύσουμε και να μελετήσουμε κάθε μέρος ανεξάρτητα και να προσέξουμε πώς αλληλεπιδρούν. Σαν καλλιτέχνες, πρέπει να δούμε κάθε μια από τις σχέσεις μας σαν δημιουργικές προκλήσεις που θα απαιτήσουν να δείξουμε μεγάλο ενθουσιασμό και αποφασιστική τόλμη, θα χρειαστεί ν’ απασχολήσουμε τον εαυτό μας σαν επιστήμονες και σαν καλλιτέχνες, σ’ ένα βαθύτερο και αναλυτικότερο κοίταγμα του εαυτού μας (γιατί μπορούμε να ξέρουμε και να κατανοήσουμε τους άλλους μόνο στο βαθμό που ξέρουμε και κατανοούμε τον εαυτό μας).
Την ίδια στιγμή πρέπει να προεκτείνουμε τους εαυτούς μας προς τα εξωτερικά όρια του ταλέντου μας και της δραστηριότητάς μας. Θα χρειαστούμε απεριόριστο θάρρος, επιμονή, θέληση και προσπάθεια: θάρρος για να ξεπεράσουμε διαφορές αντιλήψεων, να παραμείνουμε ελαστικοί και να μην απομακρυνθούμε από την πίστη. Θα χρειαστούμε δύναμη για ν’ αντικρύσουμε την πραγματικότητα της μοναχικότητάς μας, επιμονή για ν’ αντιμετωπίσουμε τις αποτυχίες και τις απογοητεύσεις μας, καθώς θ’ ανανεώνουμε τις προσπάθειές μας χωρίς εγγύηση. Κι ακόμα, θα χρειαστούμε μια ιδιαίτερη προσπάθεια να δουλέψουμε προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης των ικανοτήτων που είναι απαραίτητες στη δημιουργία και τη διατήρηση των σχέσεων, αυτής της απαιτητικής και ολοένα μεταβαλλόμενης διαδικασίας.
[…]
Ορισμένοι θ’ ακουμπούσαμε την επιτυχία των σχέσεών μας στα χέρια της αγάπης. Με μια αόριστη και ρομαντική αντίληψη για το τι σημαίνει αγάπη, περιμένουμε απ’ αυτήν να φροντίσει για τα υπόλοιπα. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η αγάπη λύνει όλα τα διαπροσωπικά μας προβλήματα, διαλύει τις διαφορές, εξανεμίζει τους φόβους και την οργή, διευθετεί όλες τις συγκρούσεις μας και, καθώς μας περιβάλλει με δύναμη και θέρμη, θα μας οδηγήσει στην αιώνια ευλογία και έκσταση. Τόσο αυτό, όσο και το να περιμένουμε να μας καθοδηγήσουν τα ένστικτά μας, αποδείχτηκε ότι δεν προσφέρουν καμιά ουσιαστική λύση.
Από τη στιγμή που αγαπήσαμε και χάσαμε, οι περισσότεροι από εμάς γίναμε καχύποπτοι απέναντι στην αγάπη.
Πολλές φορές απλώσαμε το χέρι μας σ’ αυτό που πιστεύαμε ότι είναι η αγάπη, αλλά μόνο για να οπισθοχωρήσουμε έντρομοι μπροστά στη δύναμή της να συγκεντρώνει τυράννους και να προκαλεί πόνο. Ακόμα και εκεί που η αγάπη είναι τέλεια δεν αποτελεί μια ολοκληρωμένη λύση για τη σχέση.
Η αγάπη και οι σχέσεις μας βοηθούν να κάνουμε την επίγνωση της μοναξιάς πιο υποφερτή. Η αγκαλιά της μητέρας που δέχεται στοργικά το νεογέννητο παιδί, ελαττώνει το τραύμα από την εμπειρία του τοκετού, όπως και τα τρυφερά χάδια καιτο άγγιγμά μας οπλίζουν με θάρρος στο ν’ αποδεχτούμε τον πόνο. Μέσα από την ανάπτυξη της αυτοαποκάλυψης, σε μια δεσμευτική σχέση, ελαχιστοποιούμε την απομόνωσή μας.
Πρέπει, λοιπόν, τελικά, ν’ αποδεχτούμε όλη την ευθύνη για την επιτυχία ή την αποτυχία της ανάδυσης από τη μοναξιά και της συνένωσης μέσα στην αγάπη. Δεν μπορούμε να προσβλέπουμε στα ένστικτα ή να υπολογίζουμε σε μια βαθιά αγάπη.
Η μοναδική ελπίδα βρίσκεται σε μια σοβαρή μελέτη των σχέσεών μας. Πρέπει να προσπαθήσουμε να γνωρίσουμε καλύτερα ποιοι είμαστε, ποιος είναι ο άλλος και ποια είναι η δυναμική που μπορεί να μας κρατήσει ενωμένους.
Leo F. Buscaglia,
Ν’ αγαπάμε ο ένας τον άλλον, Εκδ. Γλάρος, 1991