Όσα δεν λέει το στόμα

Η άποψη ότι ο σωματικός πόνος συνδέεται με τον ψυχικό υπήρξε αντικείμενο σκέψης και προβληματισμού για αιώνες πριν λάβει τη μορφή και την εννοιολογική θεώρηση που του έχουν αποδώσει η Ιατρική και οι Ανθρωπιστικές Επιστήμες του 21ου αιώνα. Η κατανόηση της ασθένειας πέρασε μέσα από πολλές ατραπούς για να φτάσει να διέπεται από μια ολιστική οπτική, η οποία μπορεί και κατανοεί τον άνθρωπο ως μια βιοψυχοκοινωνική οντότητα. Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας της ανθρωπότητας, η ασθένεια και ο ανθρώπινος πόνος νοούνταν ως το αποτέλεσμα μεταφυσικών φαινομένων (π.χ. δεισιδαιμονίες, μαγεία, τιμωρία από τους θεούς), ενώ ταυτόχρονα διαχωρίζονταν ο νους και η ψυχή από το σώμα. Ο Ιπποκράτης, πρωτεργάτης της Ιατρικής, έθεσε τις βάσεις για μια ορθολογιστική κατανόηση και ερμηνεία των ασθενειών υποστηρίζοντας, ανάμεσα σε άλλα, ότι οι ψυχικές νόσοι οφείλονται σε φυσικά αίτια κι όχι σε υπερφυσικές δυνάμεις.

Τον ίδιο δρόμο είχε ακολουθήσει και ο Σωκράτης, λέγοντας : “καθώς δεν πρέπει κανείς να επιχειρεί να θεραπεύει τους οφθαλμούς χωρίς να θεραπεύει την κεφαλήν, ούτε την κεφαλήν ανεξάρτητα από το σώμα, έτσι, και το σώμα δεν πρέπει να θεραπεύεται ανεξάρτητα από την ψυχήν […] Γιατί όλα, από την ψυχή ξεκινάνε, και τα κακά και τα καλά στο σώμα και σ’ ολόκληρο τον άνθρωπο, κι’ άπ’ αυτήν απορρέουν επάνω του”*.

Τις τελευταίες δεκαετίες, έρευνες και εκτεταμένες μελέτες στις νευροεπιστήμες έρχονται να επιβεβαιώσουν τα λόγια του Έλληνα φιλοσόφου ρίχνοντας άπλετο φως σε ένα αναδυόμενο, νέο επιστημονικό πεδίο την ”Ψυχονευροανοσολογία”, η οποία εξετάζει τη συσχέτιση και αλληλεπίδραση του ανθρώπινου νου (κεντρικό νευρικό σύστημα) με το ανοσοποιητικό την αλληλεπίδραση, με άλλα λόγια, μεταξύ νοητικής και συναισθηματικής κατάστασης του ατόμου. Σε μελέτες του Miller (1985,1983,1981), για παράδειγμα, συσχετίσθηκε η ύπαρξη στρες με εμφάνιση νόσων, όπως το έμφραγμα, το εγκεφαλικό, η υπέρταση και ο καρκίνος ενώ ο Stierlin (2005), μελετώντας την περίπτωση του καρκίνου, ως ψυχοσωματικό σύμπτωμα του οργανισμού, επεσήμανε επιβαρυντικούς παράγοντες όπως η κληρονομικότητα, οι προϋπάρχουσες οργανικές βλάβες, η μακροχρόνια έκθεση σε καρκινογενείς ουσίες και το στρες.

Τη σημασία της συνύπαρξης όμως, των ψυχοκοινωνικών και οργανικών παραγόντων στην εμφάνιση ασθενειών εξέτασε και η συστημική ψυχοθεραπεία, μια ολιστική επιστημονική θεώρηση, η οποία κατανοεί τον άνθρωπο ως ένα βιοψυχοκοινωνικό, πολυεπίπεδο και αυτορρυθμιζόμενο σύστημα. Η συγκεκριμένη προσέγγιση μελετά τις μεταβλητές, οι οποίες περιγράφουν τον βαθμό αταξίας που ενυπάρχει σε κάθε επίπεδο του ατόμου χωριστά (βιολογικό, κοινωνικό, ψυχολογικό), προσφέροντας μια καινούργια οπτική στην αντιμετώπιση των ψυχοσωματικών συμπτωμάτων. Οι μεταβλητές αυτές έχουν σχέση τόσο με την εσωτερική του κατάσταση (π.χ. τη δομή – τον σκοπό του) όσο και με τις αλληλεπιδράσεις του με το περιβάλλον (π.χ. το άτομο με την οικογένειά του, το άτομο με τον κοινωνικό του περίγυρο). Σε ψυχοκοινωνικό επίπεδο η αταξία του ατόμου μελετάται σύμφωνα με τις συγκινησιακά φορτισμένες, συχνά αντιφατικές αντιλήψεις, ανάμεσα στο ποιος θέλει να είναι και ποιος νομίζει ότι πρέπει να είναι, σύμφωνα με την Κατάκη (1982).

Η ύπαρξη ψυχοσωματικών συμπτωμάτων, το πώς δηλαδή ο νους και η ψυχή καθρεφτίζονται στις σωματικές μας λειτουργίες, δεν υποδηλώνει πάντα κίνδυνο ή απειλή για πιθανή νοσηρότητα. Αντιθέτως, μπορεί να είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό, όπως τα δάκρυα, μια βιολογική ανταπόκριση του οργανισμού σε ένα συναίσθημα, κάτι παροδικό, όπως το κοκκίνισμα όταν κάποιος αισθάνεται ντροπή, το σφίξιμο στο στομάχι όταν νιώθει θυμό ή φόβο, κ.ο.κ. Εντελώς διαφορετική όμως είναι η περίπτωση του ατόμου εκείνου που αδυνατεί να εκφράσει με λόγια τα συναισθήματά του για καταστάσεις που έχει βιώσει στο παρελθόν ή βιώνει στο παρόν και του δημιουργούν εσωτερική σύγχυση. Παρατείνοντας τα συναισθηματικά του αδιέξοδα και αντιμετωπίζοντας τις δύσκολες καταστάσεις της ζωής του με δυσλειτουργικές συμπεριφορές αποδυναμώνει τον εαυτό του, τόσο σε βιολογικό όσο και σε ψυχικό επίπεδο, καθιστώντας τον ευάλωτο στη σωματική ασθένεια.

Η απουσία της εξωτερίκευσης των δυσάρεστων συναισθημάτων, είτε γιατί κάποιος τα έχει απωθήσει ως μη επιτρεπτά, είτε γιατί δεν τα έχει αναγνωρίσει, τις περισσότερες φορές παίρνουν μια διαφορετική μορφή έκφρασης: σωματοποιούνται, εκδηλώνονται δηλαδή μέσω συμπτωμάτων και ασθενειών στο σώμα μας. Οσφυαλγία, σπαστική κολίτιδα, το σύνδρομο του ευερέθιστου εντέρου, έκζεμα, δύσπνοια, καρδιακά προβλήματα, αύξηση της αρτηριακής πίεσης αποτελούν μερικά μόνο χαρακτηριστικά παραδείγματα ψυχοσωματικών συμπτωμάτων που ταλαιπωρούν τον άνθρωπο σε όλα τα επίπεδα.

Τα ψυχοσωματικά συμπτώματα στο οικογενειακό σύστημα

Οι πρώιμες εμπειρίες στη ζωή των ανθρώπων είναι ιδιαίτερα σημαντικές γιατί ορίζουν σε μεγάλο βαθμό την προσωπικότητα και την ψυχοσωματική τους υγεία. Καθώς σε εκείνα τα πρώτα στάδια της ανάπτυξής τους διαμορφώνεται η εγκεφαλική δομή και λειτουργία, το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζουν και αλληλεπιδρούν (π.χ. οι σχέσεις με τους γονείς) παίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτή.

Οι συστημικοί θεραπευτές, οι οποίοι εστιάζουν στις αλληλεπιδράσεις των μελών της οικογένειας, προσπάθησαν να προσδιορίσουν τους παράγοντες που καθιστούν μια οικογένεια ευάλωτη και εκτεθειμένη στην ψυχική και σωματική ασθένεια. Ο Minnuchin και οι συνεργάτες του (1975), παρουσίασαν ένα θεωρητικό μοντέλο που αφορούσε την ψυχοσωματική ασθένεια στα παιδιά, περιγράφοντας τις παθογενείς εκείνες συνθήκες που ευνοούν την εμφάνισή της. Έκαναν λόγο για α) έναν συγκεκριμένο τύπο οικογενειακής οργάνωσης, β) την εμπλοκή του παιδιού στη συγκρουσιακή σχέση των γονιών του και γ) τη βιολογική ευαλωτότητα του ίδιου του παιδιού. Η οργάνωση των ψυχοσωματικών οικογενειών βασιζόταν σε τέσσερα μοντέλα αλληλεπίδρασης μεταξύ των μελών τους: υπερεμπλεγμένες σχέσεις, ακαμψία, υπερπροστατευτικότητα και δυσκολία στην επίλυση συγκρούσεων.

Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, οι κρίσεις άσθματος π.χ. ενός παιδιού αποτελούν μια ψυχοσωματική αντίδρασή του στη συγκρουσιακή σχέση των γονιών του, οι οποίοι διαπραγματεύονται το διαζύγιο. Μοιάζει με μια ασυνείδητη προσπάθεια εκ μέρους του να δώσει παράταση στον γάμο τους προκειμένου να κρατήσει την οικογένεια ενωμένη, αφού η εκάστοτε κρίση άσθματος γίνεται η αφορμή να παραμερίσουν οι γονείς προσωρινά τα προβλήματά τους και μαζί να εστιάσουν στο θέμα της υγείας του.

Η ολιστική οπτική στην αντιμετώπιση των ψυχοσωματικών συμπτωμάτων

Είναι αλήθεια ότι οι ψυχοσωματικές διαταραχές αποτελούν μια πολύπλοκη και πολυσύνθετη ανθρώπινη κατάσταση και για τον λόγο αυτόν η γεφύρωση και η συνεργασία διαφορετικών επιστημονικών κλάδων κρίνεται απαραίτητη για την αντιμετώπισή τους.

Τις περισσότερες φορές οι πάσχοντες δυσκολεύονται να συνδέσουν το σύμπτωμα με τα ψυχογενή αίτια, με αποτέλεσμα να αναζητούν ιατρική βοήθεια, εστιάζοντας αποκλειστικά στην αναζήτηση των οργανικών αιτιών της εμφανιζόμενης πάθησης. Είναι χρήσιμο όμως να αναγνωρίζει κανείς την πορεία της ασθένειάς του μέσα στον χρόνο καθώς και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτή αναπτύχθηκε. Συνήθως το σύμπτωμα, που αρχικά δημιουργήθηκε ασυνείδητα ως μια απάντηση π.χ. του οργανισμού σε ένα στρεσογόνο συμβάν, καθιερώθηκε σταδιακά αποκτώντας βαρύτητα, ενώ αποτέλεσε έναν νέο τρόπο άδηλης επικοινωνίας και έκφρασης του ατόμου, τον οποίο αναπαρήγαγε στη ζωή και στην καθημερινότητά του.

Μελετητές επιβεβαιώνουν πως η ψυχοθεραπεία, η οποία είχε υποτιμηθεί στο παρελθόν, μπορεί και επιδρά στη φυσιολογία του ανθρώπινου εγκεφάλου δημιουργώντας νέα κυκλώματα (Andreasen,2001. Siegel, 2012). Πιο συγκεκριμένα, κλινικές έρευνες απέδειξαν την πλαστικότητα του εγκεφάλου, την ικανότητα δηλαδή του νευρικού συστήματος να αλλάζει τη δομή και τη λειτουργία του ως αντίδραση στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Ένα πολύ απλό παράδειγμα αποτελεί η πρώτη μας επαφή με ένα αντικείμενο, το οποίο αντικρύζουμε για πρώτη φορά. Στην προσπάθειά μας να το επεξεργαστούμε για να το κατανοήσουμε, νέες συνδέσεις γίνονται μεταξύ των νευρώνων του εγκεφάλου μας: οι νευρώνες στον οπτικό φλοιό καθορίζουν το σχήμα και το χρώμα του, ο ακουστικός φλοιός τον ήχο του κ.ο.κ. Με παρόμοιο τρόπο τη δυνατότητα αυτή του εγκεφάλου να αναγνωρίζει, να ερμηνεύει και να κατανοεί πρότερες καταστάσεις και βιώματα, μέσω της αναδιοργάνωσης των περιοχών του φλοιού, αξιοποιεί η ψυχοθεραπεία, βοηθώντας το άτομο να αντιλαμβάνεται και να διαχειρίζεται τη ζωή του με έναν τρόπο πιο λειτουργικό.

Κάτω από το ίδιο πρίσμα, η Οικογενειακή Θεραπεία προσφέρει μια ολιστική οπτική στην κατανόηση των ψυχοσωματικών συμπτωμάτων μετατοπίζοντας την εστίαση της προσοχής από το σύμπτωμα, στο ευρύτερο οικογενειακό σύστημα, στο οποίο ανήκει το άτομο. Το σύμπτωμα που φέρει το άτομο μοιάζει, με άλλα λόγια, να λειτουργεί ως ένα σήμα κινδύνου που δηλώνει ότι ολόκληρο το οικογενειακό σύστημα βρίσκεται σε κατάσταση που απειλείται η ασφάλεια και η ισορροπία του. Με τις κατάλληλες θεραπευτικές παρεμβάσεις, όμως, μπορούν να προσδιοριστούν τα επαναλαμβανόμενα και δυσλειτουργικά μοντέλα επικοινωνίας μεταξύ των μελών της οικογένειας ενώ επιδιώκεται η εσωτερική συγκρότησή τους, η ευελιξία τους και η ομαλή προσαρμοστικότητά τους στο περιβάλλον που ανήκουν και με το οποίο αλληλεπιδρούν.

Πιο συγκεκριμένα, στις ψυχοσωματικές οικογένειες, όπου ένα ή περισσότερα μέλη παλεύουν με χρόνιες ασθένειες, η οικογενειακή θεραπεία εστιάζει στον τρόπο που ο καθένας αντιλαμβάνεται και ερμηνεύει τα οδυνηρά γεγονότα της ζωής του και τα αδιέξοδα στα οποία βρίσκεται, καταλήγοντας να τα εκφράζει μέσα από τα ψυχοσωματικά συμπτώματα (Andonovsky, 1987). Η οικογενειακή θεραπεία δίνει έμφαση στις δυνατότητες ανάπτυξης και ωρίμανσης ολόκληρης της οικογένειας ενώ ενθαρρύνει τη δημιουργική επαφή μεταξύ των μελών (π.χ. βελτίωση της επικοινωνίας, ανάδυση και ενδυνάμωση των θετικών στοιχείων που έχει το κάθε μέλος), την αναζήτηση εναλλακτικών τρόπων διαχείρισης του στρες και των δυσκολιών της καθημερινής ζωής, (π.χ. έκφραση των συναισθημάτων, εποικοδομητικές δραστηριότητες: διάβασμα, σωματική άσκηση, απόλαυση του ελεύθερου χρόνου). Απώτερος σκοπός της ψυχοθεραπείας είναι να βοηθήσει τον θεραπευόμενο έτσι ώστε να βρίσκεται σε ισορροπία με τον εαυτό του και τον κοινωνικό του περίγυρο, περιορίζοντας τον βαθμό της αταξίας στη ζωή του.

Κάποιοι μελετητές μίλησαν για την ”οικογενειακή ανθεκτικότητα”, ως ασπίδα προστασίας σε περιόδους κρίσης και μεγάλου στρες, εννοώντας τη δυνατότητα των μελών της οικογένειας να είναι ευέλικτα (να επιτρέπουν δηλ. τις αλλαγές και να προσαρμόζονται σε αυτές, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο), καθώς και να αλληλοπροστατεύονται (Boss, 2001). Σημαντικές επιπλέον διεργασίες, που καθιστούν μια οικογένεια συγκροτημένη και λειτουργική, σε δυσχερείς κυρίως καταστάσεις, αφορούν τη συνοχή της, τον τρόπο που επικοινωνεί και επιλέγει να λύνει τις δυσκολίες της, την ανοιχτότητα και επιτρεπτικότητα στην έκφραση των συναισθημάτων της, την συνεργατικότητα μεταξύ των μελών της κ.ο.κ.

Εν κατακλείδι, τα ψυχοσωματικά συμπτώματα θα μπορούσαν να ιδωθούν σαν μια πυξίδα που μας προσανατολίζει να ανακαλύψουμε τις κρυμμένες, τραυματισμένες και ευάλωτες πτυχές του εαυτού. Μας δείχνει που βρίσκεται η εστία του πόνου ενώ η θεραπευτική διαδικασία υποδεικνύει την πορεία πουχρειάζεται να χαράξουμε, αν θέλουμε να απαλλαγούμε, ψυχή τε και σώματι, από αυτόν.