Η αποδοχή του εαυτού μας, τόσο από εμάς τους ίδιους, όσο κι από τους άλλους, είναι ένα ζήτημα που σαν επίμονο ζιζάνιο ενοχλεί διαρκώς τη καρδιά της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο αγώνας του αληθινού, του έμφυτου «εγώ», ενάντια στη τυραννία των κοινωνικών στερεοτύπων, και φυσικά η αιώνια μάχη κόντρα στα προσωπικά «θέλω» και τα «θέλω» των ανθρώπων γύρω μας, η σύγκρουση της ατομικής ιδιότητας της μονάδας με την άβυσσο της πολυμορφίας.
Η αποδοχή, η ουσιαστική και ειλικρινής αποδοχή τόσο των άλλων, όσο και του εαυτού μας (πιθανώς να πρόκειται για το ίδιο και το αυτό) είναι από τις μεγαλύτερες ανηφόρες που καλείται να περπατήσει ο ελεύθερος άνθρωπος. Αυτή την ανηφόρα έχουν προσπαθήσει να διανύσουν και να εξιστορήσουν διάφοροι στοχαστές κατά την ιστορία (με χαρακτηριστικά παραδείγματα τους Νίτσε και Καμύ), και μία από τις πιο ιδιαίτερες και αφοπλιστικά απλές προσεγγίσεις είναι αυτή του Φερνάντο Πεσσόα ― ενός πνευματικού ανθρώπου που κατάφερε να αγκαλιάσει το πιο απρόσιτο στοιχείο της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης: την άπιαστη και χαοτική ποικιλομορφία της.
«Ζητώ συγνώμη που δεν απαντώ
Αλλά λάθος δικό μου δεν είναι
Που δεν αντιστοιχώ
Σ’ αυτόν που σε ‘μένα αγαπάτε.
Ο καθένας μας είναι πολλοί
Εγώ είμαι αυτός που νομίζω πως είμαι.
Άλλοι με βλέπουν αλλιώς
Και πάλι λάθος κάνουν.
Μη με παίρνετε γι’ άλλον
Κι αφήστε με ήσυχο.
Αν εγώ δεν θέλω.
Να βρω τον εαυτό μου
Γιατί οι άλλοι για μένα να ψάχνουν;»
Τα λόγια φυσικά περισσεύουν μπροστά στην απλότητα ενός τόσο ξεχωριστού κειμένου, αλλά σίγουρα μπορούμε να επενδύσουμε πάνω του.
Ο τυφλός εγωισμός είναι ο θεμελιώδης πυλώνας της προσωπικότητας του συνηθισμένου σύγχρονου ανθρώπου. Τόσο η καπιταλιστική αντίληψη των πραγμάτων, που θέτει το άτομο ως μία απόκοσμα απομονωμένη ύπαρξη εντός ενός ―φαινομενικά― «φιλελεύθερου» κοινωνικού συνόλου, όσο και τα αρρωστημένα ηθικά διδάγματα των σημερινών μέσων «ψυχαγωγίας» (Holywood, «εύκολα» βιβλία αυτοβοήθειας, κακή δημοσιογραφία κτλ.), όλα μαζί οδηγούν τον άνθρωπο στη σύλληψη μιας αφύσικα μοναχικής και ατομιστικής θεωρίας των πραγμάτων.
Και εξηγούμαι: σε πρώτη φάση, η βασική αρχή του σύγχρονου επαγγελματικού γίγνεσθαι είναι οι εξής: «Δούλευε μόνος σου και ανελίξου στην ιεραρχία της οικονομικής πυραμίδας». Η εκπαίδευση και ολόκληρη η λογική της επαγγελματικής ζωής στηρίζεται και καλλιεργεί τον ανταγωνισμό. Ο «ιδιώτης» αντιλαμβάνεται τους υπόλοιπους ανθρώπους του χώρου του μονάχα ως «εμπόδια» προς υπέρβαση, και αυτή την υπέρβαση την πράττει είτε μέσω μίας βάναυσα σκληρής προσωπικής δουλειάς, είτε μέσω της στοχευμένης επίθεσης για την οικονομική «εξόντωσή» των αντιπάλων του. Συνεπώς, είτε δουλεύουμε περισσότερο για να «φάμε» τη δουλειά του άλλου, είτε σαμποτάρουμε τον ίδιο για να πέσει ένα σκαλοπάτι κάτω από εμάς, με στόχο φυσικά τη πρόσβασή μας σε μεγαλύτερα αποθέματα οικονομικών πόρων και, ως εκ τούτου, τη δυνατότητα επιλογής ανάμεσα σε μία μεγαλύτερη γκάμα προϊόντων και υπηρεσιών (άχρηστων τις περισσότερες φορές, όπως ακριβά αυτοκίνητα, αλόγως εξεζητημένη ένδυση, κτλ). Ένα από τα θετικά της κρίσης είναι πως το εν λόγω οικοδόμημα σταδιακά διαβρώνεται εκ των έσω, αλλά αυτό είναι θέμα άλλης συζήτησης.
Από τη μεριά της ψυχαγωγίας, τώρα: όλη την ώρα παρατηρούμε τους τιτάνες της παραγωγής ψυχαγωγικών έργων να ανακυκλώνουν τα ίδια και τα ίδια στερεότυπα. Πάντα ο ίδιος συσχετισμός πρωταγωνιστή, συμπρωταγωνιστών και ιστορίας. Πάντα ο ήρωας που έχει κάποιο πρόβλημα/στόχο, και το λύνει (με τη βοήθεια φυσικά και την καθοδήγηση κάποιων άλλων) και προχωράει στη ζωή του. Τα πιο ανησυχητικά στοιχεία ανάλογων σεναριακών δομών είναι δύο: Πρώτον, η ανάδειξη του πρωταγωνιστή ως το απόλυτο κέντρου του κόσμου, γύρω από τον οποίο εξελίσσονται και περιστρέφονται κυριολεκτικά τα πάντα, και δεύτερον ο περιορισμός του ρόλου των υπόλοιπων χαρακτήρων στο επίπεδο των βοηθητικών μέσων/εργαλείων για την επίτευξη ολότελα προσωπικών στόχων. Δηλαδή, πρώτον, ο άνθρωπος μέσω του έργου μυείται στην ιδέα ότι είναι ο αδιαμφισβήτητος πυρήνας ολόκληρης της ύπαρξης· πως όλη η ζωή, όλη η κοινωνία, κι όλοι οι άνθρωποι περιστρέφονται γύρω από αυτόν, και, δεύτερον, συνηθίζει να αντιλαμβάνεται και να αντιμετωπίζει τους συνανθρώπους του μονάχα ως βοηθητικά εργαλεία και υπηρέτες του σκοπού του, κι όχι ως συμμάχους ή ισότιμες προσωπικότητες ― τους αξιολογεί με βάση τη χρηστικότητα τους ως προς τα «θέλω» του, κι όχι με βάση την ιδιαιτερότητα της μοναδικότητάς ως διαφορετικές υπάρξεις.
Σε αυτή τη πραγματικότητα έρχεται ο Φερνάντο Πεσσόα να ταράξει τα νερά και να προβληματίσει.
«Ζητώ συγνώμη που δεν απαντώ, αλλά λάθος δικό μου δεν είναι που δεν αντιστοιχώ σ’ αυτόν που σε ‘μένα αγαπάτε».
Εφόσον ο σύγχρονος άνθρωπος συνήθισε να θεωρεί τον εαυτό του ως τον ακρογωνιαίο λίθο της ύπαρξης, έφτασε στο σημείο να πιστεύει πως τα πάντα ―και, κυρίως, οι υπόλοιποι― οφείλουν να υποταχτούν στις προτιμήσεις του. Θέλει και απαιτεί όλοι οι υπόλοιποι να προσαρμόζονται στις ανάγκες του και να καλύπτουν εξολοκλήρου τα «θέλω» του. Να συμπεριφέρονται, να μιλάνε, να πράττουν, και ―κυρίως― να «είναι» όπως αυτός θέλει.
Φυσικά, κάτι τέτοιο είναι εντελώς παράλογο, και οι συνέπειες είναι καταστροφικές για τη ψυχική του υγεία. Ζει μέσα σε έναν κόσμο ιδεατών ειδώλων και εξιδανικευμένων ανθρώπων, που φυσικά καταρρέει μέσα από την χειροπιαστή επαφή. Έχει ορίσει εκ των προτέρων πώς θα ήθελε να είναι οι άνθρωποι γύρω του, φαντασιώνεται καταστάσεις, και ζει νοητά μέσα σε αυτές, επενδύοντας συναισθηματικά σε εκτιμήσεις άτοπες και άλογες.
Το αναμενόμενο αποτέλεσμα φυσικά είναι η απογοήτευση, η οποία απορρέει από την κατάρρευση των ειδώλων. Όταν ο άνθρωπος αντικρίζει την πραγματική όψη των συνανθρώπων του, καθώς τους βγάζει τα προσωπεία τα οποία ο ίδιος τους φόρεσε, βιώνει τη φρίκη του ανεκπλήρωτου, αλλά και τον θάνατο της ελπίδας του.
«Ο καθένας μας είναι πολλοί εγώ είμαι αυτός που νομίζω πως είμαι. Άλλοι με βλέπουν αλλιώς και πάλι λάθος κάνουν.»
Η ανθρώπινη ψυχοσύνθεση χαρακτηρίζεται κυρίως από τη πολυμορφία και το χάος της διπολικής φύσης της. Πολλοί σπουδαίοι στοχαστές, όπως ο Ντοστογιέφσκι και ο Έρμαν Έσσε (κυρίως στον Λύκο της Στέπας), που διείσδυσαν όσο λίγοι στη ψυχή του ανθρώπου, φρόντισαν να την αναδείξουν στα μεγαλύτερα έργα τους. Η αντίληψη πως η ανθρώπινη προσωπικότητα είναι μία οντότητα μονοδιάστατη και αμετάβλητη είναι πέρα για πέρα λανθασμένη και επιφανειακή.
Το ανθρώπινο «είναι» όχι απλώς περιέχει χαοτικές και αντιστρόφως ανάλογες συνιστώσες, αλλά μάλιστα ορίζεται και υπάρχει μέσω και λόγω αυτών. Είναι ένα συνεχές «γίγνεσθαι», μπορεί να συλληφθεί εξαιτίας της εξέλιξης και της αλλαγής του, γιατί όπως έλεγε ο Αϊνστάιν:
«Η ζωή είναι σαν το ποδήλατο – για να έχεις ισορροπία, πρέπει να συνεχίσεις να κινείσαι».
Έτσι και η ανθρώπινη προσωπικότητα, η οποία βρίσκει το μέτρο μέσω της εναλλαγής και της αέναης αναγέννησης. Ακούγεται αντιφατικό, όμως είναι πέρα για πέρα αληθινό. Μάλιστα, συμβαίνει και το ακριβώς αντίστροφο ― οι άνθρωποι που δεν αλλάζουν, που επιμένουν στις ίδιες κι απαράλλαχτες νοητικές διεργασίες και συστήματα λογισμού, καταντάνε να έχουν μία στάση απέναντι στη ζωή όχι απλώς δυσλειτουργική, αλλά και αυτοκαταστροφική. Άρρωστος ψυχικά είναι ο δογματικός άνθρωπος, ο υποστηριχτής και σημαιοφόρος των «ανυπέρβλητων» και απόλυτων αξιών και ιδεών. Ενώ, αντίστοιχα, υγιής είναι αυτός που μπορεί να αλλάζει, να αναπροσαρμόζεται, να ελίσσεται σαν το νερό (όπως αναφέρεται στον Ταοϊσμό), να καίγεται και να αναγεννιέται από τις φλόγες των παθών του, καθώς μόνο αυτός μπορεί να ακολουθήσει τη πορεία της ζωής, η οποία κάθε μέρα αλλάζει και φέρνει νέες μπόρες να αντέξουμε και φρέσκα ηλιοβασιλέματα να χαρούμε. Επειδή, όπως έλεγε ο Καμύ:
«Χαρισματικές είναι οι καρδιές που μπορούν να λυγίζουν, καθώς δεν θα σπάσουν ποτέ».
«Μη με παίρνετε γι’ άλλον κι αφήστε με ήσυχο. Αν εγώ δεν θέλω να βρω τον εαυτό μου γιατί οι άλλοι για μένα να ψάχνουν;»
Ο τελευταίος στίχος του Πορτογάλου ποιητή μας δίνει μία μοναδική συμβουλή. Μας παροτρύνει να σταματήσουμε να προσπαθούμε να εξηγούμε και να αναλύουμε τους ανθρώπους, αλλά να είμαστε διαρκώς έτοιμοι να πετάξουμε τις εκτιμήσεις μας γι’ αυτούς, και να επαναπροσδιορίσουμε τη στάση μας απέναντί τους, μιας κι αυτός είναι ο μοναδικός δρόμος για την ουσιαστική αποδοχή τους.
Αυτή φυσικά δεν είναι μία παθητική, αλλά μία ολότελα ενεργητική διαδικασία, μιας και ο μόνος τρόπος για να ακολουθήσουμε και να αποδεχθούμε κάτι που αλλάζει, είναι κι εμείς οι ίδιοι να αλλάζουμε. Ο ―φαινομενικά― «σταθερός» και ο αμετακίνητος, όχι απλώς δεν δύναται να αποδεχθεί τους άλλους, αλλά ζει μία ζωή έξω και μακριά απ’ αυτούς, ενώ εκείνος που συνεχώς «γίνεται» είναι σε θέση κάθε μέρα να τους ξαναγνωρίζει, να τους μαθαίνει εκ νέου, αλλά και κάθε νύχτα να τους αποχαιρετά.
«Οι γυναίκες δεν υπάρχουν για να τις κατανοούμε, αλλά για να τις ερωτευόμαστε».
Το απόφθεγμα του Ουάιλντ όμως όχι μόνο λειτουργεί, αλλά είναι και ίσως ακόμα πιο εύστοχο αν αντικαταστήσουμε τη λέξη «γυναίκες» με τη λέξη «ανθρώπους».
Ας ζητήσουμε λοιπόν συγνώμη από τους άλλους για αυτήν την έμφυτη τάση μας στο χάος, και για τον έρωτα που μας διακατέχει για την άβυσσο.
Και, τέλος, ας βρούμε τον εαυτό μας χάνοντάς τον.