Το παραμύθι με τους καθρέφτες

του Mario Vagman

Μια φορά κι ένα καιρό, στη μακρινή πολιτεία της Πρώτης Θάλασσας, μέσα στην κοιλιά μιας όμορφης γυναίκας κατοικούσαν δυο καθρέφτες.
Τα σπίτια τους ήταν αντικριστά και κάθε πρωί που ξύπναγαν και άνοιγαν τα μάτια τους στο κόσμο, ο ένας κοίταγε τον άλλον και μέσω αυτού, τον εαυτό του. Οι καθρέφτες για όσους δεν γνωρίζουν, όταν γίνονται ζευγάρι, δεν έχουν την ιδιότητα να καθρεφτίζουν μόνο υλικά πράγματα, αλλά και όλων των ειδών τις υλικές και ψυχικές αισθήσεις, ακόμη και τις σκέψεις. Συζήταγαν λοιπόν παρέα, μόνοι τους, σαν τους τρελούς. Μοιραζόντουσαν απόψεις, εμπειρίες και ανάγκες για ώρες, χωρίς ποτέ να ακούει ο ένας τον άλλον. Τότε η Πραγματικότητα, θεά του αληθινού Χώρου εκείνης της εποχής, τους εγκατέλειψε για πάντα. Στη θέση της είχε ξεμείνει σαν σκιά η ανακατεμένη ηχώ των ίδιων τους των εικόνων. Που όλο μεγάλωνε και μεγάλωνε, σα μικρό σύμπαν που τρώει ολοένα και περισσότερο τη σάρκα του Τίποτα.

Μέχρι που ο ένας, δεν ξέρουμε ποιος, μεταμορφώθηκε σε υγρό φάντασμα και χάθηκε για πάντα μέσα στον άλλον. Κρύφτηκε πίσω ακριβώς από τα μάτια του, για να μην μπορέσει να τον δει ποτέ. Ο άλλος που δεν είχε αντιληφθεί το παραμικρό, μόνο τα μάτια του που είχαν πάρει το σχήμα κάποιας έλλειψης, συνέχιζε να κουβεντιάζει με το εικονικό του είδωλο, τον άλλον, τον ίδιο του τον εαυτό.

Τα χρόνια περνούσαν ανέμελα και ο μικρός καθρέφτης μας είχε φύγει εδώ και καιρό απ’ τη κοιλιά της όμορφης γυναίκας. Ταξίδευε πλέον πρίμα και μακάρια μέσα στον παραμορφωτικό του κόσμο. Εκεί, μέσα στο «χρυσό» κλουβί του, τα λόγια του συμφωνούσαν πάντοτε μαζί του και τα μικρά και τα μεγάλα αισθήματά του γινόντουσαν πυξίδες ολόκληρης της οικουμένης του. Άτρωτος και φοβερός που προχωρούσε, τέλειος και διαφορετικός, συνάντησε μια μέρα μπροστά του, ως συνήθως, έναν άλλον καθρέφτη. Έκανε να του μιλήσει, να του εκθέσει τις απόψεις του για άλλη μια φορά, να συμφωνήσει, να επιβεβαιωθεί και να φύγει, αλλά μάταια. Ο άλλος, δεν αντηχούσε και δεν αντανακλούσε τίποτα από τα λεγόμενά του. Κάθε λέξη, κάθε φωνή έπεφτε στο κενό. Έπεφτε στη Σιωπή. Σοκαρίστηκε. Τρόμαξε. Του κοπήκαν τα πόδια. Πήγε να φύγει τρέχοντας, αλλά ο άλλος δεν τον άφησε. Τον άρπαξε από τ’ αυτιά και του ψιθύρισε το τραγούδι του…

“έχω μπροστά μου συνεχώς έναν καθρέφτη
που μ’ εμποδίζει ό, τι είναι πίσω του να δω
δεν έχω δεί ποτέ μου πιο μεγάλο ψεύτη
και το χειρότερο είναι όμοιος εγώ…”

Τα λόγια του τραγουδιού του τάραξαν τα σωθικά. Η ηχώ που περιτριγύριζε τον κόσμο του, αυτή η πλανεύτρα μάγισσα που τον άφηνε να ζει χρόνια και χρόνια μέσα στην άγνοια, για μια στιγμή έπαψε. Βουβάθηκε κι αυτή. Ο καθρέφτης μας αμήχανα, πλησίασε τον εχθρό και τον κοίταξε στο πρόσωπο. Γύρω σιωπή, μέσα σιωπή. Γαλήνη. Κενό. Με ένα μαγικό και ανεξήγητο τρόπο βγήκε από τον εαυτό του, περπάτησε σε υγρή μορφή, όπως συνηθίζει το γυαλί να κάνει, και έκατσε στη μέση της σκηνής. Μπροστά και πίσω του απλώνονταν διαδοχικά και σε διάφορα σχήματα οι αντανακλάσεις όλου του δοσμένου χρόνου του.

Εκεί, μέσα σε ένα μικρό τετραγωνάκι, στο ύψος των ματιών, διέκρινε αραχνιασμένο και βρώμικο ένα καθρέφτη άλλον. Αλλιώτικο από αυτόν. Το μέγεθος του ήταν ελάχιστο και συμπέρανε πως μια τέτοια εικόνα θα άνηκε στα παιδικά χρόνια της ζωής του. Πλησιάζοντας ακόμη πιο κοντά παρατήρησε πως αυτό το σκιάχτρο, ο καθρέφτης φάντασμα του μίλαγε. Του κούναγε χέρια και πόδια και έδειχνε να ουρλιάζει. Συγκεντρώθηκε και άκουσε τον μακρινό ήχο της παιδικής του γνώσης: “Τα παραμύθια είναι η αλήθεια”. Και μετά εξαφανίστηκε.

Ετικέτες: το εσωτερικό παιδί