Τα χέρια στο τιμόνι.
Ο δρόμος γκρι και οι λωρίδες έντονα λευκές.
Χωρίζουν στα δύο τη διαδρομή, άλλοτε διακεκομμένα, άλλοτε ολοσχερώς.
Ανώφελα άδειος, εντελώς.
Ο δείκτης στο καντράν όλο και πιο δεξιά.
Μου αρέσει όταν βρέχει. Ανοίγω ντροπαλά τα γκριζωπά παντζούρια και βλέπω όσα πολύ προσεχτικά ακούω. Το διαλυμένο πεζοδρόμιο ακριβώς μπροστά από τα γεμάτα υγρασία υπόγεια φοράει τα καλά του. Πολύχρωμες γαλότσες κινούνται γρήγορα, άλλοτε γλιστράνε αφήνοντας το λείο σημάδι λάσπης και συμπυκνωμένης σκόνης πίσω τους, άλλοτε σταματούν περιμένοντας να μετρήσει ο κάτοχός τους το κενό, για να το περάσει με ένα αδέξιο άλμα. Μικρό πάντα. Το άλμα. Πάνω από την αντανάκλαση των γκριζωπών σύννεφων. Ενίοτε με μια γόπα εντός της. Ξεχασμένη, διαλυμένη, ελαφρώς μουχλιασμένη.
Η οθόνη του ραδιοφώνου αναμμένη.
Τα χέρια στην κόρνα.
Χωρίζει στα δύο τον ήχο από τα λάστιχα,
άλλοτε κελαριστά, άλλοτε στριγγλίζουν.
Ανώφελοι ήχοι, εντελώς.
Οι γραμμές στα ύψη.
Μου αρέσει όταν βρέχει στο σκοτάδι. Κλείνω αργά τα λερωμένα τζάμια και ακούω όσα πολύ προσεχτικά βλέπω. Η διαλυμένη λάμπα ακριβώς μπροστά από το γεμάτο γκράφιτι ερειπωμένο κτίριο βγάζει τα καλά της. Μονόχρωμες λάμψεις κινούνται αργά, άλλοτε τσιτσιρίζοντας εξατμίζοντας τη γλιστερή υφή κάθε σταγόνας που απεγνωσμένα μάχεται να αγκιστρωθεί απάνω της, άλλοτε συνεχίζει βουίζοντας μέχρι να αδειάσει από τον θερμό αέρα και τους υδρατμούς. Θερμός πάντα. Ο αέρας. Μέσα από τα σκονισμένα τζάμια της διαλυμένης λάμπας. Ενίοτε μια αράχνη εντός της. Κιτρινόμαυρη, ακινητοποιημένη, ελαφρώς ζαλισμένη.
Οι δάφνες στο κιγκλίδωμα και τα δέντρα καμένα στις άκρες του δρόμου.
Τα χέρια στην οροφή.
Χωρίζουν στα δύο τον αέρα, άλλοτε μυρίζει χώμα, άλλοτε βροχή.
Ανώφελα πυκνός, εντελώς.
Το κάθισμα ακόμα πιο μπροστά.
Μου αρέσει όταν βρέχει στο σκοτάδι το χειμώνα. Ανοίγω γελώντας την κοκκινωπή κουρτίνα και μυρίζω όσα πολύ προσεχτικά αγγίζω. Η μαντεμένια σόμπα ακριβώς μπροστά από την παρδαλή σκισμένη πολυθρόνα τρώει και φέτος τα ξύλινα παιδιά της. Έπαψε πολύ καιρό να φοράει τα καλά της. Σκουριασμένη καταβροχθίζει βρεγμένα ξύλα, βρεγμένα από βροχή και αίμα, άλλοτε βογκώντας με φλέγμα από στάχτη και άλλοτε σείοντας μέχρι να κατεδαφίσει και το τελευταίο ανέγγιχτο κούτσουρο. Ανέγγιχτο πάντα. Το κούτσουρο. Μέσα στην ξεφλουδισμένη μήτρα της σκουριασμένης σόμπας. Ενίοτε ένα σαράκι εντός του. Πεινασμένο, καταστροφικό, ελαφρώς θορυβώδες.
Τα χέρια στο λεβιέ.
Η καμπύλη του τούνελ εξαφανίζει γρήγορα τον ήλιο.
Χωρίζεται στα δύο το σκοτάδι,
άλλοτε φέγγει πεινασμένο, άλλοτε χλωμά σα ντροπιασμένο.
Ανώφελα μακριά, εντελώς.
Το πόδι στο φρένο.
Μου αρέσει όταν βρέχει στο σκοτάδι Κυριακή το βράδυ. Στηρίζομαι στα δύο και αγγίζω όσα πολύ προσεχτικά μυρίζω. Κλείνω ευχαριστημένα τα γκριζωπά παντζούρια και αποχαιρετώ την κιτρινόμαυρη αράχνη. Ενώνω πολύ προσεχτικά τα μουλιασμένα ξύλα γύρω από τα λερωμένα τζάμια και υποκλίνομαι στα άλματα μιας πολύχρωμης γαλότσας. Τραβάω μανιωδώς την κοκκινωπή κουρτίνα και σέρνομαι πάνω στο γδαρμένο πάτωμα να πιάσω τον τελευταίο κρίκο. Άλλοτε τον χρησιμοποιώ για να ξανακρεμάσω αμέσως την κουρτίνα, άλλοτε σκεπάζομαι με αυτήν και τον στριφογυρίζω ώρες ανάμεσα στα γερασμένα δάκτυλά μου μπροστά από την μαντεμένια σόμπα, αναρωτώμενη αν θα πετύχω το ανέγγιχτο κούτσουρο ή το κατάμαυρο μπουρί. Ακίνητο πάντα. Το μπουρί. Μέσα στο τσίγκινο φόρεμά του. Ολοστρόγγυλο, μακρύ, ελαφρώς απανθρακωμένο.
Νίκη Μ.