Οι άνθρωποι είναι τόσο τρομερά μακριά ο ένας απ’ τον άλλον
και πιο απομακρυσμένοι απ’ όλους είναι συχνά όσοι αγαπιούνται.
Πετούν ο ένας στον άλλον όλο τους τον εαυτό
όμως κανείς τους δεν τον πιάνει κιόλας,
κι έτσι απομένει πεσμένος κάπου ανάμεσα
και πυργώνεται
και στο τέλος τους εμποδίζει κι από πάνω
να δουν και να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον.
ΣΤΟ ΚΗΠΑΚΙ
Σκίτσο
Τι ιδέες περνούν καμιά φορά από το μυαλό του ανθρώπου… Χτες για παράδειγμα. Βρίσκομαι για μιαν ακόμη φορά καθισμένος δίπλα στην κυρία Λουτσία στο προαύλιο κηπάκι στην έπαυλή της. Η νεαρή ξανθιά κυρία με τα μεγάλα βαθιά μάτια σωπαίνει, σηκώνει το βλέμμα προς το λαμπερό ατλάζι του εσπερινού ουρανού και κάνει αέρα για να δροσιστεί με ένα βέλγικο δαντελένιο μαντήλι. Και το άρωμα, που κυλά τόσο ερεθιστικά μέσα στα νεύρα μου, να’ρχεται άραγε από αναρρίπισμα του μαντηλιού ή μήπως από εκείνην εκεί την ανθισμένη πασχαλιά; «Τούτη η υπέροχη πασχαλιά…» είπα – έτσι για να πω κάτι. Γιατί η σιωπή είναι ένα κρυφό, δασωμένο μονοπάτι όπου αθόρυβα γλιστράνε κάθε τόσο λαθραίες σκέψεις. Προς Θεού λοιπόν, όχι σιωπή!
Τώρα είχε κλείσει τα μάτια της κι έγειρε πίσω το κεφάλι, έτσι που όλο το φως του δειλινού έπεφτε πάνω στα βλέφαρα με τις λεπτότατες φλεβίτσες. Τα πτερύγια της μύτης πάλλονταν σιγανά σαν τις φτερούγες μικρής πεταλούδας που ρουφά ένα νεαρό τριαντάφυλλο. Το χέρι της ακουμπούσε τυχαία στο μπράτσο του καθίσματός μου κολλητά πλάι στο δικό μου. Νόμισα πως ένιωσα το ελαφρύ της τρέμουλο στις άκρες των δαχτύλων μου. Όχι μονάχα στις άκρες των δαχτύλων. Κύλησε μέσα σ’ όλο μου το σώμα κι έφτασε στο μυαλό σαρώνοντας όλες τις σκέψεις, όλες εκτός από εκείνη τη μία… Κι εκείνη σχηματίστηκε και διογκώθηκε σαν το σύννεφο της καταιγίδας στις βουνοκορφές: «Είναι η γυναίκα ενός άλλου…»
Στο διάολο! Αφού το ήξερα από καιρό. Και μάλιστα ήταν φίλος μου αυτός ο άλλος. Σήμερα όμως η αλλόκοτη τούτη σκέψη ερχόταν και ξαναρχόταν και μ’ έκανε να νιώθω σαν το ζητιανάκι που γεμάτο πόθο κοιτάζει με γουρλωμένα μάτια τη βιτρίνα του ζαχαροπλαστείου μ’ όλα της τα καλούδια…
«Τι συλλογίζεστε ευγενική κυρία;» είπα για να με βγάλω από τις σκέψεις μου.
Χαμογέλασε: «Πόσο του μοιάζετε!» «Ποιανού;»
Έστρεψε το βλέμμα κι ανακάθισε: «Του αδερφού μου που έχει πεθάνει!» «Ω. Πέθανε νέος;» Αναστέναξε: «Πολύ νέος. Αυτοπυροβολήθηκε. Ο κακόμοιρος! Ήταν ένας υπέροχος, γενναίος άνθρωπος. Περιμένετε, θα σας δείξω σε λίγο την εικόνα του.» « Ήσασταν πολλά αδέρφια;» είπα για να την αποσπάσω. Ήταν σαν να μη μ’ άκουσε καθόλου. Τα φωτεινά της μάτια παρέμεναν καρφωμένα πάνω μου με μια ταραγμένη ηρεμία. Μεγάλα σαν τον ουρανό.
«Οι γραμμές γύρω απ’ τα μάτια, αυτό το στόμα…» – τα είπε αυτά σαν να βρισκόταν σ’ όνειρο.
Πάσχισα να την κοιτάξω γαλήνια καταπρόσωπο. Μου ήταν πολύ δύσκολο. Εκείνη με κοιτούσε ώρα πολλή. Μετά έσπρωξε πιο κοντά την καρέκλα της κι η φωνή της είχε έναν εγκάρδιο και οικείο τόνο καθώς μιλούσε για τον αδερφό της. Μιλούσε σιγά και το κεφάλι της ήταν τόσο κοντά μου ώστε ένιωθα το άρωμα των ξανθών μαλλιών της. Η ολοζώντανη ανάμνηση της ευτυχίας και της οδύνης πυρπολούσε το βλέμμα της και ζωντάνευε το πρόσωπό της. Στη φλόγα της διέγερσης τα χαρακτηριστικά της μου φάνηκαν τόσο γνωστά σαν να ήμουν εγώ ο ακριβός νεκρός που εκείνη είχε στο νου της.
Αυτά τα μάτια… αυτό το στόμα… σκέφτηκα – είναι το δικό μου πρόσωπο, εξευγενισμένο απλώς, εκλεπτυσμένο… Κι όταν επιτέλους βουβάθηκε κρατώντας στο λαρύγγι της ένα λυγμό κι έχωσε το τρυφερό της κεφαλάκι στη βέλγικηδαντέλα, θα ήθελα να αναφωνήσω: Είμαι εγώ, εγώ! Απολάμβανα εν ζωή την ευτυχία να με θρηνεί μια τέτοια γυναίκα… και δεν ξέρω πώς συνέβη και βρέθηκα να της χαϊδεύω πολύ απαλά την κορυφή του κεφαλιού της, που κοκκίνιζε στο σούρουπο. Εκείνη το άφησε να συμβεί. Μετά σήκωσε τα μάτια που ήταν γεμάτα φως:
«Αχ και να ζούσε!» είπε σκεφτική. «Θα είχαμε μείνει μαζί οι δυο μας και δεν θα παντρευόμουνα ποτέ…» Κράτησα την ανάσα μου. Και τότε κατέρρευσε: έκλαιγε δυνατά, πνιγότανε στο κλάμα. Κοίταζα τον ήλιο να πεθαίνει και σκεφτόμουν: «Είναι η γυναίκα ενός άλλου…»
Όμως το κλάμα της σκέπασε τούτες τις σκέψεις.
Και πριν ακόμα το περίγραμμα του ήλιου βυθιστεί εντελώς πίσω από τους βιολετί λόφους, το κεφαλάκι της έγερνε στο στήθος μου και τα φουντωτά, χρυσά της μαλλιά γαργαλούσαν το σαγόνι μου. Κι ύστερα απομάκρυνα με φιλιά τα ολόδροσα δάκρυα της ξανθής κυρίας Λουτσίας και μαζί με τα πρώτα χλωμά αστέρια εκεί ψηλά άνθισε ένα χαμόγελο στα κόκκινά της χείλη…
… Όταν μια ώρα αργότερα συνάντησα τον σύζυγό της στην πόρτα του κήπου παρατήρησα, τη στιγμή ακριβώς που αυτός μου έτεινε το χέρι, μια σκονίτσα στη γραβάτα μου. Αχ αυτή η σκονίτσα! Δεν την άφησα απ’ τα μάτια μου και προσπάθησα να την τινάξω μακριά με τα δάχτυλα του ενός χεριού ενόσω έσπευδα να του δώσω το άλλο.–
1896
Rainer Maria Rilke – ΚΙΣΜΕΤ (Δεκατρείς ιστορίες αγάπης)
εκδ. Νεφέλη, 2012