Ὅταν ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἔφτασε κοντὰ στὸ Σμῆνος στὴν παραλία, ἦταν νύχτα βαθιά.
Ἦταν ζαλισμένος καὶ φοβερὰ κουρασμένος. Κι᾿ ὅμως άπ᾿ τὴ χαρά του προσγειώθηκε μὲ ἀκροβασία καὶ πραγματοποιώντας λίγο πρὶν ἀγγίξει τὸ ἔδαφος, μιὰ ξαφνικὴ ἀπότομη
περιστροφή.
Ὅταν μάθουν, σκέφτηκε, τὴν Κατάκτηση θὰ ξετρελαθοῦν ἀπὸ χαρά. Πόσο πιὸ πλούσια
γίνεται τώρα ἡ ζωή μας! Ἀντὶ γιὰ τὸ μονότονο κοπιαστικὸ πήγαινε κι᾿ ἔλα στὶς
ψαρόβαρκες, ὑπάρχει ἕνα νόημα στὴ ζωή! Μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε τὴν ἄγνοια,
μποροῦμε ν᾿ ἀναγνωρίζουμε τὸν ἑαυτό μας σὰν ὄντα ξεχωριστά, ἔξυπνα καὶ
ἐπιδέξια.Μποροῦμε νὰ εἴμαστε λεύτεροι! Μποροῦμε νὰ μάθουμε νὰ πετοῦμε!
Τὰ χρόνια μπροστά του ἀντηχοῦσαν καὶ λαμπύριζαν γεμάτα ὑποσχέσεις.
Οἱ Γλάροι ἦταν μαζεμένοι στὴ Συνάθροιση τοῦ Συμβουλίου ὅταν προσγειώθηκε καὶ
καθὼς φαίνεται ἦταν ἐκεῖ συγκεντρωμένοι ἀπὸ ὥρα. Γιατί, πραγματικά, περίμεναν.
«Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε! Στάσου στὸ Κέντρο!». Τὰ λόγια τοῦ Γέροντα ἀκούστηκαν
μὲ μία φωνὴ ὑπέρτατης ἐπισημότητας. «Στάσου στὸ Κέντρο» σήμαινε μόνο μεγάλη
ντροπὴ ἢ μεγάλη τιμή. Στὸ Κέντρο γιὰ Τιμὴ ἦταν ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο διακρίνονταν οἱ
πιὸ μεγάλοι ἀρχηγοὶ τῶν γλάρων. Μὰ φυσικά, σκέφτηκε, στὸ Πρόγευμα τοῦ Σμήνους
σήμερα τὸ πρωὶ εἶδαν τὴν Κατάκτηση! Ἐγὼ ὅμως δὲν θέλω τιμές. Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ γίνω
ἀρχηγός. Θέλω μόνο νὰ μοιραστῶ ὅ,τι ἀνακάλυψα, νὰ δείξω τοὺς ὁρίζοντες ποὺ
ἁπλώνονται μπροστά μας. Ἔκανε ἕνα βῆμα μπρός.
«Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε», εἶπε ὁ Γέροντας, «στάσου στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπὴ νὰ σὲ
δοῦν οἱ σύντροφοί σου γλάροι!».
Ἦταν σὰ νὰ τὸν εἶχαν χτυπήσει μὲ σανίδα. Τὰ γόνατά του λύγισαν, τὰ φτερά του
ζάρωσαν, τ᾿ αὐτιά του βούιζαν. Στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπή; Ἀδύνατο!
Ἡ Κατάκτηση! Δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν! Κάνουν λάθος, λάθος!
«…γιὰ τὴν ἐπικίνδυνη ἀνευθυνότητά του», ἡ σοβαρὴ φωνὴ ἀντηχοῦσε, «ποὺ καταπατᾶ
τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν παράδοση τῆς οἰκογένειας τῶν Γλάρων»…
Νὰ σταθεῖ στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπὴ σημαίνει πὼς θὰ τὸν διώξουν ἔξω ἀπ᾿ τὴν κοινωνία
τῶν γλάρων, ἀπόβλητο σὲ μοναχικὴ ζωὴ στοὺς Πέρα Βράχους.
«…κάποια μέρα, Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε, θὰ μάθεις πὼς ἡ ἀνευθυνότητα δὲν
ἀποδίδει. Ἡ ζωὴ εἶναι τὸ ἄγνωστο κι᾿ αὐτὸ ποὺ παραμένει ἄγνωστο· ἕνα μόνο εἶναι
γνωστό: πὼς ἐρχόμαστε στὸν κόσμο τοῦτο γιὰ νὰ τρῶμε, γιὰ νὰ παραμείνουμε ζωντανοὶ
ὅσο μποροῦμε περισσότερο».
Ἕνας γλάρος δὲν ἀντιμιλᾶ ποτὲ στὸ Συμβούλιο τοῦ Σμήνους, ἀλλὰ ἡ φωνὴ τοῦ Ἰωνάθαν
ξέσπασε. «Ἀνευθυνότητα; Ἀδέλφια μου!» φώναξε. «Ποιὸς εἶναι πιὸ ὑπεύθυνος ἀπὸ τὸ
γλάρο ποὺ ἀνακαλύπτει κι᾿ ἀκολουθεῖ ἕνα νόημα, ἕναν ἀνώτερο σκοπὸ στὴ ζωή;
Για χίλια χρόνια τσαλαβουτοῦμε ψάχνοντας νὰ βροῦμε ψαροκεφαλές, ἀλλὰ τώρα ἔχουμε
ἕνα σκοπὸ στὴ ζωὴ ‐ νὰ μάθουμε, ν᾿ ἀνακαλύψουμε, νά ʹμαστε λεύτεροι! Δῶστε μου μιὰ
εὐκαιρία μόνο, ἀφῆστε με νὰ σὰς δείξω τί ἀνακάλυψα…».
Τὸ Σμῆνος θαρρεῖς πὼς ἦταν πέτρινο.
«Δὲν ἀνήκεις πιὰ στὴν Ἀδελφότητα» φώναξαν ὅλα μαζί, καὶ μονομιᾶς ἔκλεισαν τ᾿ αὐτιά
τους καὶ τοῦ γύρισαν τὶς πλάτες.
Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος πέρασε τὶς ὑπόλοιπές του μέρες μόνος, ἀλλὰ πέταξε μακριά, πιὸ
μακριὰ ἀπ᾿ τοὺς Πέρα Βράχους. Ἦταν θλιμμένος ὄχι ἀπὸ μοναξιά, ἀλλὰ γιατί οἱ γλάροι
ἀρνήθηκαν νὰ πιστέψουν στὸ μεγαλεῖο τῆς πτήσης ποὺ τοὺς περίμενε· ἀρνήθηκαν ν᾿
ἀνοίξουν τὰ μάτια τους καὶ νὰ δοῦν.
Κάθε μέρα μάθαινε περισσότερα. Ἔμαθε πὼς μία βουτιὰ μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει ν᾿
ἀνακαλύψει τὰ σπάνια καὶ νόστιμα ψάρια ποὺ κολυμποῦσαν κοπαδιαστὰ δέκα πόδια
κάτω ἀπ᾿ τὴν ἐπιφάνεια τοῦ ὠκεανοῦ: δὲ χρειαζόταν πιὰ ψαρόβαρκες καὶ μπαγιάτικο
ψωμὶ γιὰ νὰ ἐπιζήσει. Ἔμαθε νὰ κοιμᾶται στὸν ἀέρα, ἀκολουθώντας νυχτερινὴ πορεία
πάνω στὸ θαλασσινὸ ἀγέρι καὶ καλύπτοντας ἑκατὸ μίλια ἀπ᾿ τὸ ἡλιοβασίλεμα ὡς τὰ
ξημερώματα. Μὲ τὸν ἴδιο ἐσωτερικό του ἔλεγχο, πετοῦσε μέσ᾿ ἀπὸ βαριὰ θαλασσινὴ
ὁμίχλη κι᾿ ἀνέβαινε ἀκόμα πιὸ ψηλὰ στὸν ἀστραφτερὸ καθαρὸ οὐρανό… ἐνῶ τὴν ἴδια
ὥρα ὅλοι οἱ ἄλλοι γλάροι στέκονταν στὴ στεριὰ μέσα στὴν καταχνιὰ καὶ τὴ βροχή.
Ἔμαθε νὰ πετάει μὲ τοὺς ἀψηλοὺς ἀνέμους βαθιὰ πάνω ἀπ᾿ τὴ στεριά, νὰ βρίσκει ἐκεῖ
γιὰ νὰ τραφεῖ νόστιμα ἔντομα.
Ὅ,τι εἶχε κάποτε ἐλπίσει νὰ προσφέρει στὸ Σμῆνος τὸ κέρδιζε τώρα μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό
του· ἔμαθε νὰ πετάει, καὶ δὲ μετάνοιωσε γιὰ τὸ τίμημα ποὺ χρειάστηκε νὰ πληρώσει.
Ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ἀνακάλυψε πὼς ἡ πλήξη κι᾿ ὁ φόβος κι᾿ ὁ θυμὸς εἶναι ἡ
αἰτία ποὺ ἡ ζωὴ ἑνὸς γλάρου εἶναι τόσο σύντομη, κι᾿ ὅταν αὐτὰ χάθηκαν ἀπ᾿ τὴ σκέψη
του, ἔζησε μιὰ πραγματικὰ μακριὰ κι᾿ εὐχάριστη ζωή.
Απόσπασμα από το βιβλίο του
Richard Bach, Ο γλάρος Ιωνάθαν Λίβινγκστον, Εκδ. Διόπτρα, 1992