Όλα γύρω μας είναι ένας τεράστιος μαγικός καθρέφτης που μέσα του αντανακλώνται τα είδωλα μας, καθώς συναλλασσόμαστε με τους συνανθρώπους μας, μέσα από σκέψεις, λόγο και πράξεις. Αρκεί να τον κοιτάξουμε εξεταστικά με βλέμμα καθαρό και δίχως να τον ρωτήσουμε, θα μας πει με απόλυτη ακρίβεια ποιοι είμαστε. Το θέμα είναι αν μπορούμε να διακρίνουμε τον εαυτό μας μέσα του, αν έχουμε την δύναμη να αντέξουμε την απάντηση ή αυτή η απάντηση είναι που μας κάνει υποσυνείδητα να προσποιούμαστε ότι αγνοούμε την ύπαρξη του.
Για το φαινόμενο του καθρέφτη έχει μιλήσει κι η επιστήμη της ψυχολογίας μέσα από το έργο του George Kelly: Η θεωρία της προσωπικότητας, ο χάρτης των προσωπικών νοητικών κατασκευών, στην οποία υποστηρίζει ότι κατασκευάζουμε ένα νοητικό χάρτη, ο οποίος δομείται από τις πεποιθήσεις που έχουμε αποκρυσταλλώσει κατά τη διάρκεια της ζωής μας και βάσει αυτού χαράζουμε τον τρόπο που σχετιζόμαστε με τους άλλους, οι οποίοι μέσα από τη δράση-αντίδραση τους στην ουσία αντανακλούν τον εαυτό μας, κι εν συνεχεία καθρεφτίζεται η δική τους προσωπικότητα μέσα στη συμπεριφορά μας.
Έχουν ασχοληθεί κι άλλοι ψυχολόγοι με το θέμα αυτό, αλλά κανείς δε το περιέγραψε τόσο αναλυτικά και συγχρόνως τόσο απλά όσο ο Kelly, ο οποίος παρατήρησε επίσης ότι οι άνθρωποι μέσα από τις νοητικές κατασκευές που έχουν διαμορφώσει και καθώς αυτές είναι που καθορίζουν τη συμπεριφορά τους, ωθούν ασυναίσθητα τους άλλους σε μια αναμενόμενη αντίδραση. Εν ολίγοις οι άλλοι συμπεριφέρονται σύμφωνα με την εικόνα που είχαμε εκ των προτέρων γι’ αυτούς εκπληρώνοντας την προσδοκώμενη προφητεία, εξ αιτίας της στάσης που εμείς παίρνουμε απέναντι τους.
Η επιστήμη έχει κατορθώσει να συναντήσει την εσωτερική ψυχολογία σε ένα τόσο λεπτό ζήτημα κι αυτό από μόνο του είναι αρκετό, για να προσφέρει στην ανθρωπότητα ένα αποτελεσματικό εργαλείο αυτογνωσίας. Όταν ένας άνθρωπος αδυνατεί να παρατηρήσει τον εαυτό του, ώστε να διαγνώσει τα ελαττώματα και τις αρετές του και να συγκροτήσει μια πλήρη εικόνα της προσωπικότητας του, τότε υπάρχει μια έμμεση βοήθεια σε τούτη τη δυσκολία: Να παρατηρήσει πως συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, με τους οποίους συναλλάσσεται ανά πάσα στιγμή και να αναρωτηθεί, ποιο είναι το δικό του μερίδιο σ’ αυτή τη συμπεριφορά. Αυτή η τακτική, θα του προσδώσει με επιτυχία πολύ ευεργετικά αποτελέσματα.
Ωστόσο η θεωρία του Kelly δεν ασχολείται με ένα πολύ βασικό ερώτημα: Τι είναι αυτό που έχει τη δύναμη να ωθεί τον απέναντι μας σε μια αναμενόμενη συμπεριφορά; Γιατί οι άνθρωποι, σύμφωνα πάντα με την θεωρία των προσωπικοτήτων του Kelly, δεν δρουν αυτόνομα και συνειδητά, αλλά επηρεάζονται και παρασύρονται από την συμπεριφορά των άλλων, καθώς συντονίζονται μ’ αυτή;
Βέβαια ο Carl Rogers, μια άλλη εξέχουσα προσωπικότητα στο χώρο της επιστήμης της ψυχολογίας, ανέκρουσε πρύμνα στην άποψη ότι ο άνθρωπος λειτουργεί άκαμπτα και μηχανικά, όπως ένα προγραμματισμένο ρομπότ που δρα περιορισμένα κι ότι δε μπορεί να εκφραστεί με συνείδηση και πρωτοβουλία. Σύμφωνα με τη θεωρία του ο άνθρωπος έχει έμφυτη τη δυνατότητα να ξεδιπλώσει τις μοναδικές του ικανότητες και να διαχειριστεί με βούληση την προσωπικότητα του.
Ούτε όμως αυτός δε προσπάθησε να εξηγήσει, γιατί αυτό δε συμβαίνει πάντα, αλλά αντιθέτως είναι σύνηθες το φαινόμενο ο άνθρωπος να άγεται και να φέρεται από τις καταστάσεις και τα φαινόμενα. Προφανώς επειδή ο Rogers είχε κατά νου τον άνθρωπο, όπως πρέπει να είναι, όταν ξεδιπλώσει τις εν δυνάμει ικανότητες του, που όμως βρίσκονται σε λήθαργο και χρειάζεται να αναπτυχθούν μέσα από την εξέλιξη της προσωπικότητας του, κι όχι τον άνθρωπο όπως είναι, που ζει υποσυνείδητα.
Ένας άλλος μεγάλος ψυχολόγος από τη σχολή της Gestalt-μορφολογικής- ψυχολογίας, ο Heider, εισήγαγε τη θεωρία των αιτιακών αποδόσεων, σύμφωνα με την οποία οι άνθρωποι αναζητούν διακαώς μια ερμηνεία στη συμπεριφορά των άλλων και νιώθουν ακατανίκητη την επιθυμία να αποδώσουν μια αιτία βασισμένη στο δικό τους κριτήριο, που φυσικά εν πολλοίς είναι υποκειμενικό και σύμφωνα με αυτό: Ουδεμία σχέση έχουν οι δικές τους σκέψεις και πράξεις με τη συμπεριφορά των άλλων μέσα σε μια σχέση-συναλλαγή, αλλά πιστεύουν ακράδαντα ότι αυτή είτε είναι απόρροια των στοιχείων της προσωπικότητας των άλλων, είτε οφείλεται σε διάφορους τρίτους εξωγενείς παράγοντες που δεν μπορούν να ελεγχθούν.
Έχει βρεθεί, πως σπάνια αντιλαμβανόμαστε ότι οι δράσεις των άλλων συχνά είναι μια απάντηση στη δική μας συμπεριφορά, και θεωρούμε ότι είναι αποτέλεσμα αυτόνομης κι ελεύθερης βούλησης, ενώ αποδίδουμε εύκολα την αιτία της δικής μας συμπεριφοράς αποκλειστικά στη συμπεριφορά των άλλων. Αυτό όπως αντιλαμβάνεστε συμβαίνει εκατέρωθεν με μια κυκλική φορά κι έτσι ο κύκλος γίνεται φαύλος.
Μοιάζουμε σαν δύο καπνιστές που καπνίζουν το ίδιο τσιγάρο και μας ενοχλεί μόνο ο καπνός του άλλου.
Σ’ αυτό το σημείο η εσωτερική ψυχολογία έρχεται να δώσει τη δική της ερμηνεία στο φαινόμενο του καθρέφτη, μια θεωρία που σύντομα θα αποδειχθεί κι επιστημονικά, ίσως από την κβαντική φυσική. Υπάρχει μια ιδιότητα στις νοητικές κατασκευές των ανθρώπων που δεν είναι ορατή, γι’ αυτό ίσως για την ώρα η επιστήμη της ψυχολογίας δεν μπορεί να ασχοληθεί με το φαινόμενο. Βεβαίως η γνωστική ψυχολογία ασχολείται με πεδία, που επίσης δεν είναι ορατά, όπως η προσοχή και η νοερή απεικόνιση, αλλά κι αυτή έχει δεχθεί μεγάλη κριτική για πολλά απ’ τα εργαστηριακά της πειράματα. Ωστόσο η εσωτερική ψυχολογία υποστηρίζει με βεβαιότητα πως: Οι σκέψεις είναι τηλεπαθητικές!
Ας αναλύσουμε αυτό το φαινόμενο με απλά λόγια για να γίνει φανερό πως λειτουργεί και τι προκαλεί. Έχουμε ήδη πει, σε παλαιότερα άρθρα, ότι οι σκέψεις είναι στη φύση τους ηλεκτρομαγνητικές και στην ουσία δεν είναι παρά ενεργειακά κύματα που εκπορεύονται από τον νου του ανθρώπου προς ένα αντικείμενο, μια ιδέα, ένα γεγονός ή τον νου ενός άλλου άνθρωπου μεταφέροντας μια πληροφορία-μήνυμα. Έχουμε επίσης πει, ότι καθώς ξεκινούν το αόρατο ταξίδι τους, παράγουν θερμότητα και συναισθήματα, τα οποία γίνονται αντιληπτά από το φυσικό σώμα κι έχουν τη δύναμη να το κυριεύσουν και να το ωθήσουν να δράσει, σύμφωνα με το περιεχόμενο τους.
Όλα αυτά σε συνδυασμό με την τηλεπαθητική τους ιδιότητα δίνουν την ικανότητα σ’ αυτές να διακρίνουν και να επικοινωνούν με όμοιες σκέψεις, που αναδύονται στον νου, στον οποίο κατευθύνονται. Αυτό είναι ίσως το πιο κρίσιμο σημείο της υπόθεσης, γιατί σύμφωνα μ’ αυτήν την έμφυτη ικανότητα, προκαλούν και διεγείρουν την αντίστοιχη σκέψη στο άλλο άτομο-δέκτη, η οποία επισύρει μια δράση-αντίδραση, εν ολίγοις ωθεί το άτομο να συμπεριφερθεί όμοια κι ανάλογα με την σκέψη του πομπού.
Στην ουσία η θεωρία υπονοεί, ότι αυτό που συνδιαλέγεται στη πραγματικότητα είναι οι σκέψεις κι αυτή η αντιπαλότητα ή ο εναγκαλισμός εκδηλώνεται στην ανθρώπινη προσωπικότητα, η οποία βρίσκεται υπό τον έλεγχο τους. Βέβαια αυτή η διαδικασία προϋποθέτει τα άτομα να λειτουργούν υποσυνείδητα κι όχι επάγρυπνα και συνειδητά, διαφορετικά ο δέκτης είναι ικανός είτε να μην αντιδράσει είτε να δράσει μη αναμενόμενα, θα λέγαμε, παρατηρώντας τις σκέψεις του κι ελέγχοντας τη προσωπικότητα του. Το τελευταίο είναι και το ζητούμενο στον δρόμο της αυτογνωσίας και της αυτοβελτίωσης.
Ο Carl Jung είπε ότι : «Αυτό που μας ενοχλεί στους άλλους μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τον εαυτό μας» Ο Ελβετός ιατρός και ψυχολόγος δεν συμπλήρωσε ποτέ, προφανώς επειδή το θεώρησε αυτονόητο, ότι αυτό που μας ενοχλεί στους άλλους, υπάρχει και μέσα μας, αφυπνίζεται απ’ το κεντρί των σκέψεων που κάνουν οι άλλοι για μας, μόλις αγγίξει το όμοιο του που βρίσκεται στη δική μας φαρέτρα, έτοιμο να εκτοξευτεί ως αντεπίθεση. Είναι μια αντανακλαστική κίνηση, συχνά μη ελεγχόμενη και συνήθως μόνο εκ των υστέρων παρατηρήσιμη, πράγμα όχι πάντα βέβαιο.
Συνοψίζοντας: Τα πάντα είναι καθρέφτης, αλλά συνήθως το βλέμμα μας είναι θολό και δεν μπορεί να αδράξει την ευκαιρία να διακρίνει το δικό μας είδωλο μέσα απ’ την συμπεριφορά των άλλων.
Μπορούμε να δούμε τα στοιχεία των άλλων, δίχως να τα έχουμε κι εμείς; Ναι μπορούμε, αν έχουμε την ικανότητα να τα παρατηρούμε «υπεράνω», από μια πανοραμική θέα, δίχως να μας ενοχλούν. Αυτό βέβαια προϋποθέτει μια σκληρή κι επίπονη εργασία εντός μας, επειδή πρέπει πρώτα να αποβάλλουμε τα δικά μας επίκτητα κι επίπλαστα όμοια στοιχεία, γιατί στην ουσία είναι αυτά που έχουν την ικανότητα να βλέπουν τα όμοια τους. Ωστόσο όταν φτάσουμε σ’ αυτό το επίπεδο, ποσώς θα μας ενδιαφέρει μια τέτοια θέα και μάλλον δεν πρόκειται να ασχοληθούμε ποτέ μαζί της.
Πως μπορούμε να παρατηρούμε όσα βλέπουμε, δίχως να μας ενοχλούν; Μόνο με την αδιαφορία, αποτραβώντας την σκέψη μας απ’ τον στόχο. Στόχος στη προκειμένη περίπτωση είναι το στοιχείο που θεωρούμε ότι ο άλλος διαθέτει, για παράδειγμα αν έχουμε μια συγκεκριμένη πεποίθηση για το άτομο που συναλλασσόμαστε, ότι μας ζηλεύει, πρέπει να απωθήσουμε αυτή τη σκέψη-πεποίθηση.
Αποφεύγουμε έτσι να συν-τονιστούμε με αυτό, που θα μας ενοχλήσει. Σε ένα ακόμη πιο υψηλό επίπεδο είναι η αποδοχή ότι ο καθένας είναι αυτό που είναι και πρέπει να δούμε πίσω από τις μορφές. Οι μορφές μάς πλανεύουν και κρίνουμε δίχως να σκεφτούμε, ότι πίσω από κάθε μορφή υπάρχει μια ψυχή, ναι μεν ίσως σε διαφορετικό επίπεδο, αλλά ωστόσο δεν παύει να είναι μια ψυχή σε διαδικασία εξέλιξης.
Μα πως μπορώ να αδιαφορώ, να μην ενδιαφέρομαι για όσα βλέπω γύρω μου και να συμπεριφέρομαι με «αναισθησία»;
Με την αποστασιοποίηση και την από-ταύτιση, με ενδιαφέρον, αλλά σαν να μη σας αφορά: Να γίνετε ένας τρίτος παρατηρητής που παρατηρεί ταυτόχρονα τον εαυτό σας και τους άλλους. Βγείτε νοητικά για λίγο απ’ το σώμα σας και περπατήστε δίπλα του. Μπορούμε να συν-αισθανόμαστε, να συν-εργαζόμαστε, να συν-βάλουμε δίχως να συν-πάσχουμε, διαφορετικά θα βρεθούμε αντιμέτωποι με ένα άλλο πιο οδυνηρό ερώτημα: Ποιος θα σώσει ποιόν;
Πως μπορούμε να φτάσουμε σ’ αυτό το επίπεδο; Αυτό το ερώτημα θα επιχειρήσουμε να το απαντήσουμε σε ένα μελλοντικό άρθρο, μέχρι τότε προσπαθήστε να βλέπετε το κάθε τι σαν να το βλέπετε για πρώτη φορά, σαν να μη γνωρίζετε τίποτε γι αυτό. Η αλήθεια είναι πως δε γνωρίζουμε πολλά, σχεδόν δε γνωρίζουμε τίποτε, ούτε καν τον ίδιο μας τον εαυτό. Νομίζουμε ότι γνωρίζουμε κι αυτή η πεποίθηση οικοδομεί ακριβώς αυτό που νομίζουμε κι όταν αυτό υλοποιηθεί μπροστά μας, επιβεβαιώνει την πεποίθηση μας κλείνοντας έτσι τον κύκλο του παραλόγου, που εμείς ανοίξαμε, αλλά μόνο για μια στιγμή, ώσπου να ανοίξει ξανά ο ίδιος σε μια ατέρμονη τροχιά: πεποίθησης-επιβεβαίωσης-πεποίθησης.
Ο Σωκράτης είπε: «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα». Πιστεύετε ότι όντως δε γνώριζε τίποτε; Τουναντίον, απλά έδινε μέσα από τα λόγια του ένα εργαλείο αναζήτησης. Έδειχνε μέσα από τη ρήση αυτή τον τρόπο που πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα ή τους άλλους ανθρώπους στη ζωή: σαν να μη γνωρίζουμε τίποτε και τότε αυτό που παρατηρούμε θα μας αποκαλύψει μια νέα του πτυχή, που μέχρι τότε μας ήταν αόρατη, διότι αν λέμε: “Γνωρίζω”, τότε αυτή η πεποίθηση θα λειτουργήσει σαν καλειδοσκόπιο και θα περιορίσει τη σφαιρική θέαση των πραγμάτων, θα μας κλειδώσει μέσα στο κλουβί των πεποιθήσεων μας.
Ένας άνθρωπος ποτέ δεν συμπεριφέρεται παρόμοια σε όλους, αλλά ανάλογα με αυτόν που έχει απέναντι του, αποκαλύπτει και μια διαφορετική πλευρά του εαυτού του. Η δική μας σκέψη-συμπεριφορά μπορεί να «βγάλει» στους άλλους έναν «άλλο» εαυτό, ανάλογα με την ποιότητα των σκέψεων που κάνουμε γι αυτούς.