Η επιστήμη καθιστά τον κόσμο κατοικήσιμο για τον άνθρωπο, όμως εκείνη που τρέφει την ψυχή είναι η τέχνη, η γενίκευση της απεικόνισης, οι μαγικές παραπομπές του αφηγήματος, η δυνατότητα να σχεδιάσει ο καθένας το τμήμα που κλείνει την άκρη που έμεινε ανοικτή, χωρίς κανένας βέβαια να έχει χαράξει το οριστικό όριο.
Αυτή η δυνατότητα να θέτουμε στον εαυτό μας ερωτήματα και να στοχαζόμαστε γι’ αυτόν είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου, κι αν βεβαίως αυτή οδήγησε στην οικοδόμηση του πολιτισμού, το πιο εξαίσιο από τα συστήματα προσαρμογής στον κόσμο, αποκάλυψε επίσης και το πιο ριζικό πόνο, εκείνον που νιώθουμε όσο αγωνιούμε για το νόημα και το πεπρωμένο της ίδιας μας της ύπαρξης.
Η νεύρωση, κατά τη γνώμη μας, είναι πάντοτε ένα μπλοκάρισμα των δημιουργικών δυνατοτήτων του ανθρώπου, μια ισορροπία συμβιβασμού ανάμεσα στις εσωτερικές αιτήσεις που επιθυμούν να δράσουν και σε άλλες που αρνούνται την εγκυρότητα και την νομιμότητα σε μια τέτοια δράση, σε μια διαρκή πάλη που εξασθενίζει τη ζωτική δύναμη του ατόμου.
Συχνά ένα τέτοιο υπαρξιακό αδιέξοδο προέρχεται από την αναγκαστική ταύτιση με ένα συλλογικό κανόνα αξιών και νόμων που η συνείδηση αντιλαμβάνεται ως κατασταλτικούς και ευνουχιστικούς, αλλά από τους οποίους φοβάται να απελευθερωθεί, επειδή μια τέτοια πράξη στο πεδίο του ασυνείδητου γίνεται αντιληπτή ως μια παράβαση που κομίζει θάνατο, καταστροφή, τρέλα.
Η δημιουργικότητα είναι η μόνη ψυχολογική διαδικασία που μπορεί να καταπραΰνει το αίσθημα ενοχής μας.
Εάν θέλουμε να δημιουργήσουμε τους εαυτούς μας, οφείλουμε να διοχετεύσουμε τις ενέργειές μας όχι προς την επιθετικότητα και τη διαμαρτυρία αλλά προς εκείνη τη μορφή βαθιάς αλληλεγγύης που είναι η αντιπαράθεση με τον άλλον, η αυθεντική συνάντηση που μπορεί να ενεργοποιήσει την επαναδόμηση των εσωτερικών μας περιεχομένων.
[…]Η αποθάρρυνση, η απελπισία και η κατάθλιψη που χαρακτηρίζουν την άρρωστη εποχή μας είναι οι θρήνοι της ψυχής που είναι στριμωγμένη σε σώματα δίχως όψη, σε μορφές χωρίς περίγραμμα· ο άνθρωπος χωρίς όνομα ανίκανος να «ονοματίσει» τα πράγματα, είναι ένα ασήμαντο ον επειδή είναι αποστερημένος από τη δυνατότητα να αποδώσει νόημα στον κόσμο, και τα πράγματα, που έχουν καταστεί έτσι σκέτα αντικείμενα, δεν μπορούν παρά να του επιστρέψουν τη μάταιη αντανάκλαση του δικού του τίποτα, του ότι είναι ένα χαμένο αντικείμενο, ανίκανο να ξαναβρεί τον εαυτό του.
Όποιος αρνείται στον εαυτό του τη δυνατότητα να υποφέρει, αρνείται επίσης κάθε δυνατότητα να δώσει μια λύση στον πόνο.
Ελευθερία υπάρχει μόνον εκεί όπου μια ηθική συνείδηση ορθολογικά προσανατολισμένη αναρωτιέται για τον εαυτό της και για τους σκοπούς της δράσης της.
[…]Όμως εμείς οι άνθρωποι, στην καθημερινή μας ζωή, καταγινόμαστε με μικρά προβλήματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μας εμπλέκουν και καθιστούν προβληματική τη συνείδηση μας, έτσι ώστε η δράση μας να γίνεται αντιφατική κι εμείς να χάνουμε εκείνη τη γραμμική συνέχεια στη συμπεριφορά, η οποία, τουλάχιστον με απατηλό τρόπο, μας κάνει να αισθανόμαστε ειρηνικά με τους εαυτούς μας.
Δεν μπορούμε να τροφοδοτήσουμε την ψυχή μας εάν δεν διακινδυνεύσουμε στη σχέση με τον άλλον, και για να διακινδυνεύσουμε, δηλαδή να εκτεθούμε, να προσφερθούμε αυθεντικά, ξεπερνώντας τους φραγμούς και τα προσωπεία της επιφανειακής επικοινωνίας, είναι απαραίτητο να επενδύσουμε χρόνο και πάθος.
Χωρίς μιαν ανταλλαγή όπου ο ένας και ο άλλος κοιτάζονται και επικοινωνούν μέσα στη γυμνή αλήθεια, δεν υπάρχει τροφή και ανάπτυξη για την ψυχή, και η ατομικότητα μας αρρωσταίνει, γιατί, ακριβώς όπως ο βιολογικός οργανισμός, έχει ανάγκη από φως και οξυγόνο για να αναπνεύσει και να ζήσει.
Όπως έγραψε ο Γιούνγκ: «Μπορούμε να γνωρίσουμε βαθιά εμάς τους ίδιους μόνο μέσα από τη σύγκριση με τον άλλον», που είναι πάντοτε ο θεματοφύλακας των ασύνειδων προβολών μας.
Αυτό φυσικά παράγει μια πάλη, και γνωρίζουμε ότι όσο περισσότερο ριψοκινδυνεύουμε στην αντιπαράθεση με τους συνανθρώπους μας, τόσο περισσότερο είμαστε εκτεθειμένοι στον πόνο, στον κίνδυνο της απώλειας, της ασυνεννοησίας: Ο παράδεισος και η κόλαση μας έρχονται πάντοτε από τους άλλους.
Η ομορφιά κάθε ανθρώπινης συνάντησης φέρνει μαζί της αναπόφευκτα τον κόπο της αντιπαράθεσης και το φάσμα της προδοσίας.
Αλλά δεν θα μπορέσουμε ποτέ να γλιτώσουμε από το κάλεσμα του αγνώστου που προχωράει προς εμάς με τα χαρακτηριστικά του άλλου ή της άλλης, επειδή μέσα από όλο το καλό και όλο το κακό που μπορεί να μας προκύψει από τη συνάντηση, εμείς διαπλαθόμαστε, αποκτούμε ένα προσωπικό ψυχολογικό προφίλ. Μας δίνεται ένα πρόσωπο κι ένα όνομα.
Aldo Carotenuto
Τα δάκρυα του κακού, Εκδ. Ίταμος, 2010