Και να ερωτευόμαστε είναι καλό: διότι ο έρωτας είναι δύσκολος. Ο έρωτας ανάμεσα σε δύο ανθρώπους: είναι ίσως η δυσκολότερη αποστολή μας, η ύστατη, η τελευταία δοκιμή και δοκιμασία, το έργο για το οποίο όλα τα άλλα έργα είναι μόνο προετοιμασία.
Γι’ αυτό οι νέοι που είναι σε όλα αρχάριοι, δεν γνωρίζουν ακόμη τον έρωτα και πρέπει να τον μάθουν. Με όλο τους το είναι, με όλες τις δυνάμεις συγκεντρωμένες γύρω από τη μοναχική, φοβισμένη καρδιά τους που χτυπάει εκστατικά, πρέπει να μάθουν να αγαπούν.
Ο χρόνος της μάθησης όμως είναι πάντα μακρύς και μοναχικός, κι έτσι ο έρωτας είναι για τον ερωτευμένο, για πολύ μεγάλο διάστημα και ως τα βάθη της ζωής του, μοναξιά, απομόνωση όλο και πιο έντονη, όλο και πιο βαθιά.
Ο έρωτας, από την αρχή, δεν είναι κάτι που σημαίνει ανοίγω, παραδίνομαι και ενώνομαι με έναν άλλο – τι θα ήταν μια ένωση δύο αβέβαιων, ανέτοιμων και ακόμα απροσανατόλιστων όντων; – αλλά μία υψηλότερη αφορμή για έναν άνθρωπο να ωριμάσει, να αποκτήσει οντότητα, να γίνει κόσμος, να γίνει ο ίδιος ένας κόσμος για χάρη ενός άλλου ανθρώπου.
Είναι μεγάλη και φιλόδοξη αυτή η απαίτηση
που κάνει όποιον αγαπά έναν εκλεκτό
και τον καλεί στο άπειρο.
Μόνο με αυτό το πνεύμα, με την αποστολή να επεξεργάζονται τον εαυτό τους -να αφουγκράζονται και να σφυρηλατούν μέρα και νύχτα- , μπορούν οι νέοι να κάνουν χρήση του έρωτα όταν τον συναντούν. Όμως η προσφορά και η παράδοση σε κάθε είδος ένωσης δεν είναι γι’ αυτούς, που πρέπει για πολύ ακόμα να κάνουν οικονομία και να αποταμιεύουν: είναι το τέλος της αποστολής, είναι ίσως εκείνο για το οποίο μια ανθρώπινη ζωή δεν είναι ακόμα αρκετή.
Εδώ όμως οι νέοι, που είναι στη φύση τους να είναι ανυπόμονοι, κάνουν πολύ συχνά ένα σοβαρό σφάλμα: παραδίνονται ο ένας στον άλλον, όταν τους κυριέψει ο έρωτας, και ξοδεύονται γιατί είναι ακόμα μέσα στην ταραχή, στην αταξία, στην σύγχυση…
Και ύστερα; Τι μπορεί να κάνει η ζωή μ’ έναν τέτοιο σωρό από μισοκατεστραμμένα πράγματα, που εκείνοι τα θεωρούν ένωση και που πολύ θα ήθελαν να τα αποκαλέσουν ευτυχία τους, αν μπορούσαν;
Και το μέλλον τους; Εκεί ο καθένας χάνεται για χάρη του άλλου, χάνει τον άλλον και όλους τους άλλους που θα μπορούσαν ακόμα να έρθουν.
Και χάνει το άπειρο και τις δυνατότητες να το ανακαλύψει, ανταλλάσει την επικοινωνία με πράγματα σιωπηλά, γεμάτα υποσχέσεις, με μιαν άγονη αβεβαιότητα που τίποτα πια δεν μπορεί να του προσφέρει, μόνο λίγη αηδία, απογοήτευση, μιζέρια και τη σωτηρία σε μία από τις πολλές συμβατικότητες που αφθονούν σαν καταφύγια σ’ αυτόν τον τόσο δύσκολο δρόμο.
Κανένα μέρος της ανθρώπινης ζωής δεν είναι τόσο πλούσιο σε συμβάσεις όσο αυτός ο δρόμος: βρίσκεις εκεί ζώνες ασφαλείας κάθε τύπου, βάρκες και σωσίβια. Η κοινωνική αντίληψη φρόντισε να δημιουργήσει καταφύγια κάθε είδους, διότι έχοντας την τάση να βλέπει την ερωτική ζωή σαν μία ευχαρίστηση, έπρεπε και να τη διαμορφώσει εύκολα, φθηνά, ακίνδυνα, με κάθε ασφάλεια, ανάλογα με τα δημόσια κέντρα ψυχαγωγίας.
Πολλοί νέοι βέβαια που ερωτεύονται με λάθος τρόπο, δηλαδή παραδίδονται απλώς και εγκαταλείπουν τη μοναξιά τους – ο μέσος όρος πάντα το κάνει – , αισθάνονται το βάρος του σφάλματος και επιχειρούν, πάλι με το δικό τους τρόπο, να κάνουν γόνιμη και βιώσιμη την κατάσταση στην οποία έχουν περιπέσει, διότι η φύση τους τούς λέει ότι τα προβλήματα του έρωτα, δεν μπορούν να λυθούν δημόσια ή σύμφωνα με τη μία ή την άλλη σύμβαση, ότι είναι προβλήματα λεπτά, προβλήματα που αφορούν δύο ανθρώπους και που σε κάθε περίπτωση απαιτούν μια ιδιαίτερη, τελείως προσωπική λύση.
Πως θα μπορούσαν όμως εκείνοι που ενώθηκαν βιαστικά και πρόχειρα και δεν ξεχωρίζουν ούτε διαφέρουν ο ένας από τον άλλον και συνεπώς δεν έχουν πια τίποτα προσωπικό, να βρουν μια διέξοδο από τον εαυτό τους, από το βάθος της ήδη θαμμένης μοναξιάς τους;
Rainer Maria Rilke,
Ανεκπλήρωτος έρωτας, εκδ. ΟΛΚΟΣ, 2012